- φόβης
- φόβηlockfem gen sg (attic epic ionic)φοβέωput to flightimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοβῇς — φοβέω put to flight pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… … Dictionary of Greek
υπνοφόβης — ὁ, Α αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω τού τ. φόβη*, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο φόβᾱς] … Dictionary of Greek
αβελλίνια — (avellinia).Γένος της οικογένειας των αγρωστωδών, με μοναδικό είδος την α. μιχέλειο,μονοετές ποώδες φυτό των παραμεσογειακών περιοχών, που ευδοκιμεί σε άγονα αμμώδη εδάφη. Τα φύλλα του είναι γραμμοειδή, χνουδωτά και τα άνθη του έχουν διάταξη… … Dictionary of Greek
αετορραφίδα — Ονομασία 50 ειδών ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και ωοειδή και τα άνθη τους γαλάζια ή μοβ και σπανιότερα ροζ ή λευκά. Καλλιεργούνται … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek